αζωτίνη

αζωτίνη
η Χημ.
αζωτούχο λίπασμα, που προέρχεται από τα υπολείμματα βιομηχανικής επεξεργασίας τού μαλλιού και τού μεταξιού. Είναι καστανή σκόνη, περιέχει 9-12% άζωτο και η ενέργειά της ως λιπάσματος είναι σχετικά αργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azotine < azot- (< azote, πρβλ. άζωτο) + -ine (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”